- βαθύδενδρος
- ος , ον густой (о лесе)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βαθύδενδρος — βαθύδενδρος, ον (Α) με πολλά δέντρο … Dictionary of Greek
βαθύδενδρος — deep wooded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύδενδρον — βαθύδενδρος deep wooded masc/fem acc sg βαθύδενδρος deep wooded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυδένδρῳ — βαθύδενδρος deep wooded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύδενδρα — βαθύδενδρος deep wooded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
βαθυδένδρωι — βαθυδένδρῳ , βαθύδενδρος deep wooded masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)